Λ. Μαργαρίτης/Ν. Βασιλειάδης, Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας – Δωροδοκία και Ν 1608/1950 – Αυτοενοχοποίηση, διττό αξιόποινο και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ιδιωτική Γνωμοδότηση) (ΜΕΡΟΣ B΄) 0
Λ. Μαργαρίτης/Ν. Βασιλειάδης, Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας – Δωροδοκία και Ν 1608/1950 – Αυτοενοχοποίηση, διττό αξιόποινο και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ιδιωτική Γνωμοδότηση) (ΜΕΡΟΣ B΄)
Λάμπρου Χ. Μαργαρίτη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ Νικολάου Δ. Βασιλειάδη, ΔΝ, Δικηγόρου
Η παρούσα μελέτη η οποία αποτέλεσε και αντικείμενο ιδιωτικής γνωμοδοτήσεως ασχολείται με τρία ζητήματα: α) την έκταση της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας κυρίως υπό τις παραδοχές του ΕΔΔΑ, β) Το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 1 Ν 1608/1950 στο αδίκημα της δωροδοκίας και γ) την εφαρμογή του κανόνα του διττού (διπλού) αξιοποίνου (double criminality of the predicate offence) στο πλαίσιο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, υπό τη μορφή του ελέγχου, αφενός στην Ελλάδα, αφετέρου κατά την αλλοδαπή νομοθεσία του τόπου τελέσεως και εν προκειμένω κατά το Ελβετικό Δίκαιο.
The present study, which was the subject of a private opinion, addresses three issues: a) the extent of the ne bis in idem principle and the presumption of innocence mainly under the assumptions of the EIDHR; b) the issue of applicability of Art. 1 N 1608/1950 on the bribery offense and c) the applicability of the principle of double criminality of the predicate offense in the context of money laundering in the form of control in Greece, on the one hand, and on the other hand according to the foreign law of the place of execution and in this case according to Swiss Law.
Λ. Μαργαρίτης/Ν. Βασιλειάδης, Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας – Δωροδοκία και Ν 1608/1950 – Αυτοενοχοποίηση διττό αξιόποινο και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ιδιωτική Γνωμοδότηση) ΜΕΡΟΣ Α’ 0
Λ. Μαργαρίτης/Ν. Βασιλειάδης, Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας – Δωροδοκία και Ν 1608/1950 – Αυτοενοχοποίηση διττό αξιόποινο και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ιδιωτική Γνωμοδότηση) ΜΕΡΟΣ Α’
Λάμπρου Χ. Μαργαρίτη, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Νικολάου Δ. Βασιλειάδη, ΔΝ, Δικηγόρου
Η παρούσα μελέτη η οποία αποτέλεσε και αντικείμενο ιδιωτικής γνωμοδοτήσεως ασχολείται με τρία ζητήματα: α) την έκταση της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας κυρίως υπό τις παραδοχές του ΕΔΔΑ, β) Το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 1 Ν 1608/1950 στο αδίκημα της δωροδοκίας και γ) την εφαρμογή του κανόνα του διττού (διπλού) αξιοποίνου (double criminality of the predicate offence) στο πλαίσιο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, υπό τη μορφή του ελέγχου, αφενός στην Ελλάδα, αφετέρου κατά την αλλοδαπή νομοθεσία του τόπου τελέσεως και εν προκειμένω κατά το Ελβετικό Δίκαιο.
The present study, which was the subject of a private opinion, addresses three issues: a) the extent of the ne bis in idem principle and the presumption of innocence mainly under the assumptions of the EIDHR; b) the issue of applicability of Art. 1 N 1608/1950 on the bribery offense and c) the applicability of the principle of double criminality of the predicate offense in the context of money laundering in the form of control in Greece, on the one hand, and on the other hand according to the foreign law of the place of execution and in this case according to Swiss Law.
Συγγραφείς: | Β. Αδάμπας, Χ. Αθανασίου, Ν. Βασιλειάδης, Χ. Βουρλιώτης, Γ. Δανιήλ, Σ. Δασκαλόπουλος, Κ. Λαγού, Λ. Μαργαρίτης, Δ. Παπαδοπούλου, Π. Παπανδρέου, Ε. Τρύφωνα, Λ. Τσόγκας, Κ. Χατζηιωάννου |
Επιμέλεια: | Λ. Μαργαρίτης |
Σελίδες: | 2.252 |
Έκδοση: | 2η, 2018 |
Το παρόν έργο αποτελεί την δεύτερη έκδοση του δεύτερου τόμου του «Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατʼ άρθρο» και περιλαμβάνει ανάλυση και συστηματική ερμηνεία των άρθρων 462-603 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το έργο είναι ενημερωμένο μέχρι και το Ν 4531/2018 (ΦΕΚ Α΄ 62/5.4.2018). Ο «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας», μια καλαίσθητη και πολυτελής έκδοση, αποβλέπει αφενός στην υποβοήθηση και εμπέδωση της επιστημονικής γνώσης της Ποινικής Δικονομίας, αφετέρου στην αποτελεσματικότερη μετουσίωσή της σε πράξη. Το περιεχόμενο του έργου αυτού, που είναι προϊόν ομαδικής εργασίας, καθορίζεται αποφασιστικά από την ανάγκη υπηρετήσεως της επιστημονικής πληρότητας. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στις σελίδες του βιβλίου βρίσκουν τη θέση τους όλες οι έως σήμερα διατυπωθείσες θεωρητικές και νομολογιακές απόψεις. Η σχετική ύλη εκτίθεται κατηγοριοποιημένη κατά τις ουσιώδεις έννοιες του κάθε υπό εξέταση άρθρου, υποβοηθούμενη σημαντικά από τη χρήση πλαγιαρίθμων. Βασίζεται κυρίως στην πλέον πρόσφατη νομολογία και στη (γενική και ειδική) βιβλιογραφία και αρθρογραφία, ενώ η ερμηνευτική προσέγγιση κάθε άρθρου, αντλούμενη από όλες τις ανωτέρω πηγές, είναι εξαντλητική. Συγκεκριμένα, στην ερμηνεία κατʼ άρθρο εκτίθεται το σχετικό άρθρο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ακολουθεί η ειδική βιβλιογραφία-αρθρογραφία, κατόπιν οι σχετικές με το εξεταζόμενο άρθρο διατάξεις και, τέλος, η ερμηνεία του συνοδευόμενη, όπως προαναφέρθηκε, από χρήσιμους πλαγιάριθμους που βοηθούν τον χρήστη στον γρήγορο εντοπισμό του θέματος που τον ενδιαφέρει. Το έργο συμπληρώνεται με την παράθεση των βιογραφικών σημειωμάτων των συνεργατών του παρόντος τόμου, καθώς και με αλφαβητικό ευρετήριο. Αποτελεί ένα ολοκληρωμένο από κάθε άποψη βοήθημα για τον νομικό και τον ενασχολούμενο γενικότερα με την εφαρμογή του ποινικού δικαίου, καθώς διευρύνει τους ορίζοντες της γνώσης και συνεισφέρει στην ασφάλεια δικαίου.
Με την παρούσα έκδοση «Συμβούλιο Εφετών και αμετάκλητη παραπομπή κατηγορουμένου» επιχειρείται συστηματική ανάλυση ενός ειδικότερου τρόπου ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης, ενός μοντέλου παραπομπής του κατηγορουμένου. Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο αποτελούσε ανέκαθεν για το νομοθέτη ένα χώρο διαρκούς επαναπροσδιορισμού, ένα πεδίο συνεχούς αναμόρφωσης και τροποποίησης των διατάξεων που το ρυθμίζουν.
Το πρώτο μέρος του έργου περιλαμβάνει μια συνολική ιστορική μελέτη και καταγραφή του χώρου της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης. Η καταγραφή αυτή αρχίζει από την προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία του έτους 1834 και συνεχίζει με την ανάλυση των όσων ίσχυαν στην αρχική μορφή του ΚΠΔ, ερευνώντας τη διαχρονική εξέλιξη της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο από το 1950 έως το 1976, από το 1976 και μέχρι το 2010 και, τέλος, προσεγγίζει το σημερινό κανονιστικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την ισχύ του Ν 3904/2010.
Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται η μελέτη του μοντέλου παραπομπής του κατηγορουμένου με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου εφετών υπό το πρίσμα της διαπλοκής του με άλλα μοντέλα παραπομπής του κατηγορουμένου (απευθείας κλήση, αλληλοεπικάλυψη Ν 1608/1950 και Ν 4022/2011, δικονομικοί τρόποι παραπομπής, συνάφεια κ.ά.).
Στο τρίτο μέρος του έργου καταγράφονται τα ζητήματα που άπτονται της συμπληρωματικής ανάκρισης σε σχέση πάντα με το μοντέλο παραπομπής του κατηγορουμένου με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου εφετών. Εδώ αναπτύσσεται η δυνατότητα του εισαγγελέα εφετών να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση, η δυνατότητα του ανακριτή να διαφωνήσει στην παραγγελία του εισαγγελέα εφετών για διενέργεια συμπληρωματικής ανάκρισης και η δυνατότητα του συμβουλίου εφετών να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση.
Στο τέταρτο μέρος ερευνώνται τα ζητήματα του αμετακλήτου του εκδιδόμενου βουλεύματος όταν ο κατηγορούμενος δεν παραπέμπεται τελικώς για κακούργημα για το οποίο προβλέπεται η περάτωση της κύριας ανάκρισης με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου εφετών, αλλά για άλλη πράξη κατʼ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Ακολουθεί η μελέτη της έκτασης του αμετακλήτου του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών για τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς, ενώ ερευνάται και η έκταση του αμετακλήτου για τον πολιτικώς ενάγοντα.
Στο πέμπτο μέρος αναδεικνύονται τα επίμαχα ζητήματα που αφορούν τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού στον χώρο του αμετάκλητου βουλεύματος του συμβουλίου εφετών. Αναζητείται έτσι το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο για την άρση ή την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων, καθώς και η εξεύρεση του αρμοδίου για την εξακολούθηση και την παράταση της προσωρινής κράτησης συμβουλίου.
Στο έκτο και τελευταίο μέρος παρουσιάζονται τα ζητήματα της συμβατότητας του αμετάκλητου βουλεύματος του συμβουλίου εφετών με τους κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος.